- συφορβώ
- -έω, Αβλ. συοφορβοῡμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συφορβῷ — συφορβός swineherd masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συοφορβούμαι — έομαι και τ. ενεργ. συφορβῶ, έω, Α [συοφορβός] 1. τρέφομαι όπως οι χοίροι 2. (το ενεργ.) βόσκω χοίρους, είμαι χοιροβοσκός … Dictionary of Greek